- γουναζομένη
- γουνάζομαιclasppres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακέλομαι — Α επικαλούμαι, ικετεύω («τὰς γουναζομένη... παρεκέκλετ ἀοιδαῑς», Απόλλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κέλομαι «παρακινώ, προτρέπω»] … Dictionary of Greek